ακουβέντιαστος

ακουβέντιαστος
-η, -ο [κουβεντιάζω]
1. αυτός που δεν τόν κουβεντιάζουν με κακία, που δεν δίνει αφορμή για κουτσομπολιά
2. αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κουβεντιάσει, ο δύστροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακουβέντιαστος — η, ο 1. αυτός που δε συζητήθηκε και δεν κακολογήθηκε: Είναι κορίτσι ακουβέντιαστο. 2. αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κουβεντιάσει, δύστροπος: Είναι άνθρωπος δύσκολος, ακουβέντιαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”